πειόσχημος

πειόσχημος
-η, -ο
1. αυτός που έχει το σχήμα τού γράμματος Π
2. αρχιτ. ο σιδερένιος σύνδεσμος λίθων αρχαίων οικοδομημάτων σε σχήμα Π.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεῖ (Ι) + -σχημος (< σχῆμα)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”